- ζωοτροφικός
- (I)-ή, -ό [ζωοτροφία (Ι)]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (Ι)2. αυτός που περιέχει θρεπτικές ουσίες.————————(II)-ή, -ό (AM ζῳοτροφικός, -ή, -όν) [ζωοτροφία (ΙΙ)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη ζωοτροφία (ΙΙ), κατάλληλος για τη ζωοτροφία (ΙΙ). ζωοκομικός, ζωοτεχνικόςαρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ ζῳοτροφική (ενν. τέχνη)η ζωοτροφία.
Dictionary of Greek. 2013.